Αιώνια ζει μέσα μας.
Πάντα με ενθουσίαζε αυτό το δίκτυο των νευρικών κυττάρων που, με τις κατάλληλες τεχνικές και μεθόδους, καταφέρνει να κωδικοποιήσει όλες μας τις αναμνήσεις, να τις ξεχωρίσει και να τις αποθηκεύσει μέσα στις τεράστιες αποθήκες του εγκεφάλου μας. Εκεί που καθημερινά εισέρχεται τεράστιος όγκος πληροφοριών και ερεθισμάτων, άλλες φορές με την ακοή, άλλες με την όραση και άλλες με τη μυρωδιά ή με τον συνδυασμό αυτών, μέσω μιας καλοφτιαγμένης ενορχήστρωσης που κρατάει ζωντανές όλες μας τις μικρές και μεγάλες στιγμές, σαν άλλος ιχνηλάτης που ψάχνει μνημονικά αποτυπώματα.
Κι αυτό που με γοητεύει περισσότερο είναι ότι μπορείς να «παίξεις» ξανά και ξανά, όλες αυτές τις αναμνήσεις, απλώς πατώντας το rewind και το forward του μυαλού σου, ακριβώς όπως εκείνα τα δυο κουμπάκια στο τηλεκοντρόλ του VCR των γονιών σου, που με ζήλο έψαχναν την αγαπημένη τους σκηνή στην ταινία της βιντεοκασέτας.
Όπως εκείνη τη ζεστή ημέρα του Σεπτεμβρίου, που μοιάζει ασήμαντη, αλλά άφησε μέσα μια από τις πιο γλυκιές γεύσεις των παιδικών μου αναμνήσεων.
Πάντα ταξιδεύαμε οι τρεις μας. Η μαμά, πρώτα, ήταν αυτή που ετοίμαζε τις βαλίτσες και φρόντιζε να πάρουμε μαζί μας ένα σωρό άχρηστα αντικείμενα, για να μην μείνουν παραπονεμένα. Ο μπαμπάς μου, πάλι, φρόντιζε να φορτώνει από το βράδυ το αυτοκίνητο, γιατί, μάλλον, ο ψυχαναγκαστικός προγραμματισμός του δεν τον άφηνε να κοιμηθεί. Και εγώ, τέλος, είχα αναλάβει τον πιο δύσκολο ρόλο: να κουβαλήσω ως το αυτοκίνητο και από εκεί να τοποθετήσω με ευλάβεια, το μαξιλάρι μου στο πίσω μέρος του καθίσματος. Καθώς το ξυπνητήρι χτυπούσε στις 05.00 τα ξημερώματα με μεγάλη προσπάθεια κατάφερνα να κρατήσω ανοιχτά τα μάτια μου ως τα Μέγαρα. Έριχνα μια κλεφτή ματιά στα φωτάκια της πόλης και των διυλιστηρίων της Ελευσίνας, που, μάλλον, στο μυαλό μου φάνταζαν σαν το Λας Βέγκας και μετά με έπαιρνε γλυκά ο ύπνος ως το χωριό.
Το μικρό χωριό με τους 300 κατοίκους, είκοσι λεπτά από την Αρχαία Ολυμπία, στην Πελοπόννησο, που τόσο αγαπήθηκε από τα παιδικά, εφηβικά, νεανικά και ενήλικα καλοκαίρια μου.
Εκεί, που η κάθε μέρα είχε την ιεροτελεστία της, από το πρωινό τάισμα των ζώων και το πότισμα των ζαρζαβατικών μέχρι τη βόλτα στα αμπέλια και τον απογευματινό καφέ κάτω από τα τεράστια φύλλα της καρυδιάς, που ακόμα και στους καύσωνες θα έβρισκες λίγη δροσιά στη σκιά της. Εκεί που, κάθε πρωί, ο περήφανος θείος Χρήστος, αγρότης πλέον, αφού είχε αποτάξει τη ζωή της Αθήνας, κατέβαινε με τα ρούχα του χωραφιού, για να ποτίσει όλα τα ζωντανά μας και επέστρεφε με καλάθια γεμάτα λαχανικά για το μεσημεριανό τραπέζι. Εκεί που κάθε Σεπτέμβρη, όλο το χωριό έπαιρνε μέρος στη μεγαλύτερη γιορτή, αυτή του τρύγου και του πατήματος των σταφυλιών. Εκεί που ακόμα τα πρωινά μύριζαν ζωή και καθαριότητα, σα να τα είχε ξεβγάλει κάποιος από το άγχος και τις ενοχές της πόλης.
Από τις λίγες φορές που όλη η οικογένεια βρισκόταν στο χωριό για τον τρύγο και η πρώτη φορά που θα με έπαιρναν μαζί τους στα αμπελάκια. Η μαμά μου με φώναζε «φασουλή», γιατί με είχαν ντύσει με παλιές φόρμες, αρκετά νούμερα μεγαλύτερες από το παιδικό σώμα μου και τα μανίκια σέρνονταν στο χώμα. Προφανώς, και δεν είχα καμία διάθεση να βγάλω ολόκληρο το μεροκάματο, αν και μου είχαν δώσει ένα ψαλίδι για να κόψω πιο εύκολα τα μεγάλα τσαμπιά των σταφυλιών. Το μόνο που ήθελα ήταν να γίνω και εγώ μέρος της παρέας των μεγάλων και ας μην καταλάβαινα τι έλεγαν, μου έφτανε να υπάρχω και εγώ εκεί –αρκεί- ως ισότιμο μέλος. Έκοψα μερικά τσαμπιά, χάρηκα, με χειροκρότησαν, ικανοποίησα την εσωτερική μου πείνα για περιπέτεια και βρέθηκα στο χώμα να παίζω. Τα γέλια και τα πειράγματα σε συνδυασμό με τον υπέροχο καιρό έκαναν τη δουλειά λιγότερο κουραστική και το αποτέλεσμα ακόμα πιο γλυκό. Ξαφνικά, ήρθε κοντά μου μια μεγάλη μέλισσα. Αν και φοβήθηκα μη με τσιμπήσει, πήρα θαρραλέα ένα μεγάλο βάζο, το αναποδογύρισα και την φυλάκισα μέσα στους γυάλινους τοίχους. Άκουσα τον μπαμπά μου να μου λέει γελώντας πως η μέλισσα σύντομα θα σκάψει το χώμα, θα φτιάξει ένα τούνελ και θα φύγει. Και εγώ του απάντησα υπεροπτικά πως δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει αυτό, γιατί οι μέλισσες πετάνε. Το πρωί, το βάζο ήταν άδειο και στο χώμα υπήρχε μια μικρή σκαμμένη στοά από την οποία προφανώς είχε οδηγηθεί η μέλισσα πίσω στην ελευθερία της. Έμεινα να κοιτάζω αποσβολωμένη. Ίσως ήταν η πρώτη φορά που ήρθα τόσο κοντά με την έννοια της ελευθερίας και τον πόθο για την κατάκτηση της. Δεν ξέρω γιατί, αλλά αυτή η μικρή στιγμή είναι η πρώτη αποθηκευμένη σε σειρά ανάμνηση κάτω από την κατηγορία ‘’χωριό’’ στο μυαλό μου. Και κάθε φορά που έρχεται μπροστά μου μού φέρνει και τις μυρωδιές της φύσης και της αθωότητας της παιδικής μου ηλικίας.
Μεγαλώνοντας όλα άλλαξαν, η οικογένεια σκόρπισε, τα ξαδέρφια παντρεύτηκαν, άλλοι έφυγαν από τη ζωή μαζί με τις γιαγιάδες και τους παππούδες, όλοι, εκτός από το σύμβολο του χωριού, τον θείο μου. Στα 88 του έτη πλέον, συνεχίζει αυτό που εμείς θα χαρακτηρίζαμε ρουτίνα, μα για τον ίδιο είναι χαρά και κίνητρο για ζωή, μια ήρεμη ζωή. Μπορεί να μην έχει πια τόσα αμπέλια, αλλά έχει κρατήσει τόσα ώστε να του βγάζουν το κρασάκι του για τη χρονιά και το μποστάνι του για να του δίνει όσα χρειάζεται για να έχει φαγητό στο τραπέζι.
Το φθινόπωρο του 2015, βρήκα στο δωμάτιο του χωριού την πρώτη φωτογραφική μηχανή που αγόρασα στα εφηβικά μου χρόνια, μια Olympus του 1998. Είχα κατέβει στο χωριό για ένα τριήμερο μαζί με τους γονείς μου και η έλλειψη σήματος και ίντερνετ στο σπίτι με έκανε να εκμεταλλευτώ το κειμήλιο αυτό και να ακολουθήσω τον θείο μου στη βόλτα του στα χωράφια και στο τάϊσμα των λιγοστών ζώων του. Αυτές είναι μέχρι σήμερα και οι μοναδικές φωτογραφίες που έχω από τον ίδιο και το χωριό, πράγμα παράξενο, αν σκεφτεί κανείς ότι ζούμε στην εποχή της εικόνας. Είναι η πρώτη φορά που γράφω για το Λάνθι Ηλείας. Είναι η πρώτη φορά που μιλάω για τον θείο μου. Δεν ξέρω γιατί, αλλά πάντα ένιωθα ότι αυτές οι αναμνήσεις ήταν το καταφύγιό μου, πως ανήκαν μόνο σε εμένα και μιλώντας για αυτές θα έχαναν την αξία τους. Πάντα επιστρέφω σε αυτές. Πάντα επιστρέφω στα μεγάλα τραπέζια, στους χορούς του Πάσχα στην αυλή, στα κλεμμένα σύκα του μπαμπά μου από τη συκιά του θείου μου, στα νεογέννητα γατάκια μέσα στο σανό, στον γάιδαρό μας που φώναζα «Γκας», γιατί δεν μπορούσα να πω την λέξη «γάιδαρος», στο πρώτο μου φιλί στο σχολείο του χωριού μια νύχτα με πανσέληνο, στις τηγανιτές μελιτζάνες της μαμάς μου και το ατελείωτο παιχνίδι στους δρόμους του ήσυχου αυτού χωριού.
Οι αναμνήσεις μας, αυτοί οι ιστορικοί σταθμοί της ζωής μας, ενώνουν στιγμές, εικόνες, μυρωδιές, όνειρα, καταστάσεις και μας καθοδηγούν μέσα στον χρόνο βοηθώντας μας να μάθουμε τους πολυδαίδαλους εαυτούς μας. Με αγχώνει μια καθημερινότητα χωρίς αναμνήσεις και πολλές φορές φοβάμαι ότι έφτιαξα τόσο πολλές μέχρι κάποια ηλικία και μετά όλη αυτή η αγχώδης διαταραχή της κοινωνίας μας, τις έβαλε σε δεύτερη μοίρα, γιατί απλώς δεν προλάβαινα.
Και τελικά, ποια είναι η ιστορία σου; Αυτή με τις παραφουσκωμένες αναμνήσεις ή αυτή με την θολή ατμόσφαιρα;